- διομαλισμός
- διομαλισμός, ο (Α) [διομαλίζω]η σταθερότητα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διομαλισμούς — διομαλισμός consistency masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διομαλισμῷ — διομαλισμός consistency masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)